- πισθάγκωνα
- πισθάγκωνα και πιστάγκωνα επίρρ. τροπ., με τους αγκώνες πίσω: Του έδεσαν τα χέρια πιστάγκωνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πισθάγκωνα — και πιστάγκωνα και οπισθάγκωνα, Ν επίρρ. 1. με τους αγκώνες προς τα πίσω 2. φρ. «δένω κάποιον πισθάγκωνα» δένω τα χέρια κάποιου με τους καρπούς και τους αγκώνες ενωμένους πίσω από τον κορμό του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οπισθάγκωνα < ὄπισθεν + αγκών(ας)… … Dictionary of Greek
πισθαγκωνίζω — και πισταγκωνίζω Ν [πισθάγκωνα] δένω πισθάγκωνα … Dictionary of Greek
απαγκωνίζω — ἀπαγκωνίζω (AM) μσν. δένω πισθάγκωνα κάποιον (αρχ., ομαι) σπρώχνω με τους αγκώνες … Dictionary of Greek
εξάγκωνα — ἐξάγκωνα (Μ) επίρρ. με τα χέρια δεμένα πίσω, πισθάγκωνα … Dictionary of Greek
εξαγκωνίζω — ἐξαγκωνιζω (AM) δένω κάποιον πισθάγκωνα, με τα χέρια πίσω («εἷλκον... δεδεμένους ἐξαγκωνίσαντες», Διόδ. Σικ.) αρχ. σπρώχνω κάποιον με τον αγκώνα («ἐξαγκωνιῶ ὡδί», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αγκών, κατά τα ρήματα σε ίζω] … Dictionary of Greek
εξαγκωνιάζομαι — (Μ ἐξαγκωνιάζω και ξαγκωνιάζω) νεοελλ. (μόνο το μέσ.) έχω τους αγκώνες έξω από κάποια τρύπα στα ρούχα μου, είναι τα ρούχα μου τρύπια στους αγκώνες μσν. δένω κάποιον πισθάγκωνα … Dictionary of Greek
περιαγκωνίζω — ΜΑ δένω τα χέρια κάποιου πίσω στη ράχη, δένω κάποιον πισθάγκωνα («πρῶτον μὲν περιέδυσαν τὸν γηραιόν.. ἔπειτα περιαγκωνίσαντές ἐκατέρωθεν, μάστιξι κατῄκιζον», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀγκών κατά τα ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ αγκων ίζω)] … Dictionary of Greek
περιστρέφω — ΝΜΑ 1. στρέφω κάτι κυκλικά γύρω από έναν άξονα, στρέφω ολόγυρα, στριφογυρίζω 2. μέσ. περιστρέφομαι στρέφομαι γύρω από κάτι («η γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της») νεοελλ. μτφ. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) αναφέρομαι γύρω από ένα θέμα μσν.… … Dictionary of Greek
πιστάγκωνα — Ν επίρρ. βλ. πισθάγκωνα … Dictionary of Greek
πιστάγκωνα — επίρρ. τροπ., βλ. πισθάγκωνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)